συγκραματικός

συγκραματικός
συγ-κρᾱμᾰτικός, ή, όν,
A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • συγκραματικούς — συγκραματικός mixed together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικός — (I) ή, όν, Μ [συγκρατῶ] αυτός που ενισχύει κάποιον. (II) ή, όν, Α [σύγκρασις] συγκραματικός*. επίρρ... συγκρατικῶς Α με συνδυασμό …   Dictionary of Greek

  • συγκριματικός — ή, όν, Α [σύγκριμα, ατος] ο συγκραματικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”